- κεραμιδαρειό
- το1. κεραμοποιείο2. τόπος με πολλά κεραμίδια3. φρ. «τά κάνε κεραμιδαρειό» — κατέστρεψε τελείως τα πάντα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδ-ι + κατάλ. -αρειό (πρβλ. γυφτ-αρειό, τεμπελ-αρειό)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τρωάς — Αρχαία χώρα, ΒΔ της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Τροίας. Με το όνομα Τ. αναφέρονται και δύο ιστορικά πρόσωπα: η κόρη του βασιλιά των Μολοσσών Νεοπτόλεμου, αδελφή της Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλέξανδρου, και η κόρη του βασιλιά των… … Dictionary of Greek